- σχιζοφρενικός
- -ή, -όσχιζοφρενής ή αυτός που αναφέρεται στη σχιζοφρενία: Παρουσιάζει σχιζοφρενικά συμπτώματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σχιζοφρενικός — ή, ό, Ν [σχιζοφρενία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σχιζοφρενία ή αυτός που προσιδιάζει σε σχιζοφρενή («σχιζοφρενικές αντιδράσεις») 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από σχιζοφρενία («σχιζοφρενικό άτομο») 3. φρ. «σχιζοφρενικές ψυχώσεις»… … Dictionary of Greek
Λαδιά, Ελένη — (Αθήνα 1945 –). Αρχαιολόγος, θεολόγος και λογοτέχνης. Αν και σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (τμήμα αρχαιολογίας) και στη θεολογική σχολή του ίδιου πανεπιστημίου, η λογοτεχνία υπήρξε η μοναδική της ενασχόληση. Έχει γράψει… … Dictionary of Greek